μεταρροίας

μεταρροίας
μεταρροίᾱς , μετάρροια
change of stream
fem acc pl
μεταρροίᾱς , μετάρροια
change of stream
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μετάρροια — μετάρροια, ἡ (Α) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταρρέω, η μεταβολή τής ροής προς άλλο μέρος, η μεταβολή τής κατεύθυνσης τής ροής προς τα πίσω, η άμπωτη («οἷον μεταρροίας εἴσω γινομένης τοῡ πνεύματος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταρρέω (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”